- εμφωνώ
- ἐμφωνῶ (-έω) (Α)1. φωνάζω κάποιον, προσφωνώ2. μέσ. ἐμφωνοῡμαιεκφράζομαι, διατυπώνομαι με όρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμφώνῳ — ἔμφωνος vocal masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)